Κολοκύθες Butternut


Οι κολοκύθες Butternut δεν είναι πολύ γνωστές στο καταναλωτικό κοινό της χώρας μας σε αντίθεση με τις Η.Π.Α. τη Μεγάλη Βρετανία και τα ασιατικά κράτη, όπου καταναλώνονται σε μεγάλες ποσότητες. Πρόκειται για ένα είδος γλυκιάς χειμερινής κολοκύθας με πορτοκαλί χρώμα εξωτερικά και κίτρινο εσωτερικά, που έχει γεύση παρόμοια με αυτή της κλασικής κολοκύθας ή της γλυκοπατάτας.

Ο τρόπος καλλιέργειας
Στην Ελλάδα η παραγωγή του προϊόντος κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα, κυρίως γιατί οι περισσότεροι έλληνες καταναλωτές δεν γνωρίζουν το φυτό, ούτε έχουν δοκιμάσει τους καρπούς του. Η διαδικασία της καλλιέργειας προβλέπει πριν από τη φύτευση της κολοκυθιάς, την απόθεση στο έδαφος κοπριάς και άλλων λιπασμάτων, προκειμένου να εμπλουτιστεί με θρεπτικά συστατικά, χρήσιμα για την ανάπτυξη των φυτών και των καρπών τους. Η λίπανση γίνεται κάθε βδομάδα, αρκετό καιρό πριν ξεκινήσει η φύτευση των σπόρων. Οι κυριότερες ουσίες που χρειάζεται να περιέχει το έδαφος είναι άζωτο, φώσφορος και κάλιο. Μετά τη φύτευση, που γίνεται σε αποστάσεις 90-120 εκ., τα νέα φυτά σε γενικές γραμμές έχουν μικρές ανάγκες περαιτέρω λίπανσης, παρά μόνο με κάποιο υγρό λίπασμα, όταν το φυτό βγάζει τους πρώτους καρπούς, ώστε αυτοί να αναπτύξουν καλό μέγεθος.
Τα φυτά έχουν ανάγκη από πολύ νερό για να μεγαλώσουν σωστά και αν κάποια στιγμή δεν υπάρχει αρκετή υγρασία, τότε το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να ρίξουν τους καρπούς στο έδαφος. Η μεγάλη ποσότητα νερού που χρειάζονται, οφείλεται κατά κύριο λόγο στα πλατιά φύλλα των φυτών από τα οποία η υγρασία εξατμίζεται γρήγορα. Παρόλ’ αυτά, οι κολοκυθιές Butternut χρειάζονται λιγότερο νερό από τις κλασικές κολοκύθες. Οι παραγωγοί δε θα πρέπει να φτάνουν και στο αντίθετο άκρο, δηλαδή να τις πλημμυρίζουν με νερό, καθώς τα φυτά και οι καρποί τους θα σαπίσουν. Η συνιστώμενη ποσότητα νερού ανά βδομάδα είναι περίπου 25-40 mm.

Παραγωγικότητα
Καλύτερη περίοδος για την ανάπτυξη των Butternut είναι κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών ώστε να εξασφαλιστεί ότι έχουν αρκετό χρόνο να ωριμάσουν πριν ξεσπάσει το κρύο, καθώς τα φυτά είναι πολύ ευαίσθητα σ’ αυτό. Η προτεινόμενη θερμοκρασία εδάφους κατά τη σπορά είναι 22°C, ενώ η κοπή γίνεται περίπου τρεις μήνες μετά, όταν ο καρπός έχει ωριμάσει πλήρως.
Κατά τη διάρκεια της συγκομιδής, το φθινόπωρο, οι καρποί κόβονται μαζί με το κοτσάνι, ενώ μπορούμε να καταλάβουμε πότε έχουν ωριμάσει από την υφή και το χρώμα, καθώς γίνονται σφιχτοί και χρυσαφένιοι, ενώ «αντιστέκονται» στην πίεση του αντίχειρά μας όταν τους πιέζουμε. Οι διαστάσεις των καρπών είναι περίπου 20-30 εκ., ζυγίζουν από 970 γραμ. έως 1,36 κιλά και η μέση απόδοση ανά στρέμμα υπολογίζεται στους 2-3 τόνους.
Όσον αφορά την παραγωγικότητα, αν η φύτευση και η ανάπτυξη των φυτών γίνει φυσιολογικά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, τότε κατά μέσο όρο το κάθε φυτό αποδίδει 10 έως 25 ή και περισσότερους καρπούς, ανάλογα, βέβαια, και με την ποικιλία, από τους οποίους συνήθως κρατάμε 2 με 3. Καλές σοδιές πραγματοποιούνται κάθε 2 με 3 χρόνια, ενώ στις ενδιάμεσες, οι σοδιές από πλευράς όγκου είναι μέτριες.
Η αποθήκευση γίνεται, τέλος, όπως και σε όλα τα λαχανικά αυτού του είδους, σε καθαρά, δροσερά και ξηρά μέρη για μεγάλο διάστημα που μπορεί να φτάσει και τους 5 μήνες.

Κουζίνα και διατροφική αξία
Η χρήση των κολοκύθων Butternut στην κουζίνα χρονολογείται από πάρα πολύ παλιά. Ιστορικοί και αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι έχουν ενδείξεις πως λαοί που ζούσαν στη σημερινή περιοχή του Μεξικού, περιοχή προέλευσης του προϊόντος, κατανάλωναν το συγκεκριμένο λαχανικό από το 5.500 π.Χ!
Σήμερα, στην μαγειρική, οι κολοκύθες Butternut προετοιμάζονται ψητές, σε μορφή πουρέ, σε σούπες, στην κατσαρόλα, σε ψωμί ή κέικ. Από διατροφική άποψη, αποτελούν μια πλούσια πηγή ινών, βιταμίνης C, μαγγανίου, μαγνησίου, καλίου και ιδιαίτερα βιταμίνης Α. Πιο συγκεκριμένα, μια μερίδα, που εκτός των άλλων περιέχει μόνο 63 θερμίδες και καθόλου λίπη, μπορεί να καλύψει σε ποσοστό 150% την ημερήσια ανάγκη σε βιταμίνη Α του ανθρώπινου. Η βιταμίνη αυτή αποτελεί ισχυρό αντιοξειδωτικό, το οποίο προλαμβάνει τον καρκίνο των πνευμόνων, την αρτηριοσκλήρωση, το διαβήτη, την αρθρίτιδα, ενώ ρίχνει και τα επίπεδα της χοληστερίνης.

«Κερδίζoυν έδαφος» οι Butternut
Οι Butternut είναι ένα είδος λαχανικού, συγγενικού με τις κολοκύθες, και, μάλιστα, από τους περισσότερους θεωρείται ως μία ακόμα ιδιαίτερη ποικιλία του εν λόγω προϊόντος. Στη Μεγάλη Βρετανία παρουσιάζεται μια αυξανόμενη τάση προς τις ποικιλίες των κολοκυθών Squash όπως οι Butternut, όταν στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, ήταν πολύ δύσκολο να τις βρει κάποιος στην αγορά. Σήμερα, ειδικά η ποικιλία Butternut υπάρχει διαθέσιμη στην αγορά καθόλη τη διάρκεια του χρόνου είτε στην ακατέργαστη μορφή της, ως ολόκληρος χρυσοκίτρινος καρπός, κομμένος και συσκευασμένος στη μέση είτε τεμαχισμένος σε μικρά κομμάτια.
Από τα τέλη του Αυγούστου και μέχρι το χειμώνα οι επιλογές έχουν αυξηθεί και περιλαμβάνουν περισσότερα σχήματα, χρώματα, μεγέθη και γεύσεις. Οι κολοκύθες Squash αποτελούν, πλέον, μέρος της βρετανικής διατροφής. Μάλιστα, στην περιοχή του Cobham αναπτύσσονται κάθε χρόνο περί τις 40-60 ποικιλίες.
«Η δημοφιλής ποικιλία Butternut προήλθε από τις Η.Π.Α.», αναφέρει ο Δρ. Jaime Claxton, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει πολύχρονες έρευνες σε όλες τις παραδοσιακές ποικιλίες. Καθώς η ζήτηση αυξάνεται, δημιουργούνται πολλές εξαγωγικές ευκαιρίες σε μεσογειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, καθώς αυτή την στιγμή οι βρετανικές εισαγωγές κολοκύθας και squash προέρχονται απ’ όλο τον κόσμο και χώρες όπως η Αργεντινή, η Νότια Αφρική, η Βραζιλία και η Αίγυπτος.
«Αναζητούμε ένα μοναδικό υβρίδιο που να μπορεί να προσαρμοστεί στις εναλλασσόμενες συνθήκες του καιρού, να μην είναι ευαίσθητο στις αλλαγές θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια της γονιμοποίησης και να μπορεί να ωριμάσει πάνω στο φυτό νωρίτερα από τα αμερικανικά butternut που καλλιεργούνται στη Μεγάλη Βρετανία», συμπληρώνει χαρακτηριστικά ο Δρ. Jaime Claxton.


Παγκόσμια Παραγωγή
Στην Ασία παράγεται το 65% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής κολοκυθών όλων των ειδών με την Κίνα και την Ινδία να καταλαμβάνουν σχεδόν το 50% του γενικού συνόλου. Ακολουθεί η Ευρώπη με ποσοστό 14,2% και η Αμερική με κυριότερη παραγωγό χώρα τις Η.Π.Α., οι οποίες βρίσκονται στην τέταρτη θέση του σχετικού πίνακα. Στο τέλος του ίδιου πίνακα βρίσκεται η Αφρική με ποσοστό 8,3% και η Ωκεανία με μόλις 1,3%.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι στις εκτιμήσεις του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του O.H.E. δεν υπάρχουν στοιχεία για τη Μεγάλη Βρετανία που σίγουρα βρίσκεται αρκετά ψηλά στη σχετική κατάταξη.
Όσον αφορά, τέλος, την χώρα μας, ο FAO αναφέρει ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, το 2007 καλλιεργήθηκαν περίπου 41.000 στρέμματα γης, τα οποία απέδωσαν 92.000 τόνους προϊόντος.